Εδώ και τέσσερις μέρες, η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί μουδιασμένη την οικολογική καταστροφή που προκάλεσε η βύθιση του δεξαμενόπλοιου Αγία Ζώνη ΙΙ. Για άλλη μια φορά, πολιτική ηγεσία και αρμόδιοι φορείς «πιάστηκαν στον ύπνο» και οι όποιες ενέργειες γίνονται “κατόπιν εορτής”, θεραπευτικά και όχι προληπτικά ώστε να είχε αποφευχθεί το συμβάν. Το πινγκ πονγκ απόδοσης ευθυνών καλά κρατεί, αλλά κάνεις δεν τις αναλαμβάνει, οι εργασίες για περιορισμό της ρύπανσης και απορρύπανση συνεχίζονται, αλλά η πετρελαιοκηλίδα έχει φτάσει στη Γλυφάδα και τα αντανακλαστικά των αρμοδίων αποδεικνύονται ξανά κατώτερα των περιστάσεων.
Πλήθος ζητημάτων προκύπτουν σε σχέση με το τι προκάλεσε την ανυπολόγιστη αυτή καταστροφή: από το αξιόπλοο του συγκεκριμένου δεξαμενόπλοιου, μέχρι την επάρκεια των εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της ρύπανσης και την επιχειρησιακή ετοιμότητα των αρμόδιων δομών. Το βέβαιο είναι, ότι κανόνες για την πρόληψη αντίστοιχων καταστάσεων υπάρχουν. Το ερώτημα είναι αν αυτοί οι κανόνες τηρούνται, αν διενεργούνται οι προσηκόντως αυστηροί έλεγχοι και αν τελικά τα πλοία που λειτουργούν είναι ασφαλή τόσο για το περιβάλλον όσο και για τους ανθρώπους που εργάζονται μέσα σε αυτά. Αντίστοιχα, οι μεθοδολογίες και τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για την αναχαίτιση της ρύπανσης αποδείχτηκαν εντελώς ανεπαρκή. Σε αυτό συγκλίνουν τόσο η δήλωση του αρμόδιου Υπουργού, στην οποία υποστηρίζει ότι τα υπόγεια ρεύματα «νίκησαν» τα δίχτυα που εγκαταστάθηκαν, όσο και η ραγδαία εξάπλωση της πετρελαιοκηλίδας.
Είναι σαφές, ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τεράστιο στόλο και πάνω από 16.000 χλμ ακτογραμμή, το λιγότερο που οφείλει να κάνει είναι να τηρεί απαρέγκλιτα τους κανόνες ασφαλούς ναυσιπλοΐας. Στο πλαίσιο αυτό, χρειάζεται όχι μόνο η αυστηροποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών αλλά και εκσυγχρονισμός των μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται. Τα διεθνή προγράμματα MEMO και SEE MARINER, στα οποία συμμετείχε το Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS (MED SOS) με επικεφαλής εταίρο τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιά (ΟΛΠ), ανέδειξαν νέες τεχνολογίες που μπορούν να εισφέρουν σημαντικά στην πρόληψη και αντιμετώπιση σε πραγματικό χρόνο των περιβαλλοντικών κινδύνων που προκύπτουν από τη θαλάσσια μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων. Οι δυνατότητες, επομένως, υπάρχουν… απομένει η βούληση να αξιοποιηθούν.
Οι φωτογραφίες που έχουν δημοσιευθεί, με θαλασσοπούλια (από τα πιο ευάλωτα είδη σε τέτοιες περιπτώσεις) καλυμμένα με πετρέλαιο, φέρνουν αναπόδραστα μνήμες από τις αντίστοιχες εμβληματικές φωτογραφίες των κορμοράνων, μετά το ατύχημα στον κόλπο του Μεξικού πριν 7 χρόνια. Οι συνειρμοί βέβαια δεν σταματούν εδώ… Ας ελπίσουμε ότι το «πάθημα θα γίνει μάθημα» για όσους οραματίζονται εύκολο πλουτισμό από τις θαλάσσιες εξορύξεις και ότι θα σεβαστούν τη θάλασσα που μας θρέφει, σε πραγματικούς και οικονομικούς όρους, εδώ και χιλιετίες.