Νίκος Καββαδίας, Ο Ποιητής που λαχταρούσε να ταξιδεύει

Ο Νίκος Καββαδίας έπαθε αυτό που πάντα φοβόταν. Ο στεριανός θάνατος του ποιητή της θάλασσας που έκανε μόνο μακρινά ταξίδια… 

Ο Νίκος Καββαδίας έλεγε ότι δεν αγάπησε ποτέ γυναίκα. Αγάπησε όμως τη θάλασσα και εκεί ήθελε να αφήσει την τελευταία του πνοή. Από τα 19 δούλευε ως ναύτης. Το 1940 χρειάστηκε να την εγκαταλείψει για να πολεμήσει στη στεριά. Από το 1944 και έπειτα ήταν ναυτικός. Η θάλασσα και τα τατουάζ, τα αποκαλούμενα “στίγματα” των ναυτικών, εμφανίζονταν συχνά στην ποίησή του. Του άρεσαν τα μακρινά ταξίδια, γι’ αυτό και δεν μπάρκαρε ποτέ σε πλοία της γραμμής. Πάτησε το πόδι του στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Νοέμβριο του ’74 και πέθανε τρεις μήνες αργότερα, στις 10 Φεβρουαρίου.

Ημερολόγιο Ταξιδιού

Μπαρκάρω.. Δέν ξέρω που είμαι.. Που πάω? Προς τον χαμό μου! Προχωρώ γεμάτη ερείπια, όπου με αγγίξεις θα γκρεμιστώ. Κάποτε πίστευα στην αιωνιότητα, έλπιζα σε αυτή. Μία αιώνια αιωνιότητα που ούτε οι πέτρες δεν την έζησαν. Η μνήμη μου δυνάμωνε καθως περνούσαν τα χρόνια. Αν και κατασπαραγμένη, ανάμεσα στις χαμένες Ατλαντίδες της, παφλάζανε τα όνειρα μου. Ονειροπολούσα ακατάβλητα νίκες που θα έφερνε το μέλλον, βάδιζα ανάποδα στη ζωή.. Στέριωνα με αιώνιους στοχασμούς ότι πέθαινε μπρος στα μάτια μου.

Στις φλέβες μου έρεε αλμυρό νερό.. Η καρδία μου θάλασσα.. Κρύβει ναυάγια και φουρτούνες. Τα μάτια μου υγρά διαμάντια. Το κορμί μου αμμουδιά. Τα όνειρα μου γαλάζια.. Το λιμάνι χάθηκε στον ορίζοντα, είμαι στο ανοιχτό πέλαγος. Φαντάζομαι την μητέρα μου να τραβάει με μάτια πρησμένα από το κλάμα προς την κάμαρα σιγοψυθιρίζοντας ακόμα τα στερνά λόγια που μου είχε πει: “Να προσέχεις, μην εμπιστεύεσε τη θάλασσα. Θα σε περιμένω”. Ήξερε ότι δεν θα γυρνούσα. Γνώριζε πως η θάλασσα ήταν η έμπιστη μου φίλη.. Μονάχα η απάραντη υγρή έκταση γνώριζε τις πιο κρυφές μου σκέψεις. Μα.. Μόνο αυτή?

Έρχεται παλίρροια, με παρασέρνει στη στερία. Τσακισμένη από τα άγρια κύματα. Ναυάγησα! Όλα μου τα πήρε ο Ποσειδώνας, με γύρισε από νησί σε νησί, απο φουρτούνα σε φουρτούνα και τώρα ξαφνικά με έριξε κατακομένη σε μια αμμουδία. Με ζαλίζει η στεριά. Ξέχασα να περπατάω. Τα βήματα μου διστακτικά, σαν τα πρώτα βήματα ενός μικρού παιδιού. Προχωρώ με βήματα σταματημένα. Μαζεύω τα κομμάτια μου και φτιάχνω σχεδία. Ξανακινάω.. Ο φόβος κλαίει.. Ο προορισμός, βρεμμένος ως το κόκκαλο..

Ο ήλιος βάφει με αίμα τη θάλασσα. Μένω για ώρες στραμένη ως προς αυτόν με τέτοιο τρόπο που ο θάνατος φαντάζει να θεριεύει πίσω απ’ την πλάτη μου και μπροστά μου να υψώνετε ο ίσκιος όλων των θανάτων. Χανόμουν σε κύματα, σαν να προπονούμουν για τον μεγάλο χαμό. Τις κινήσεις μου τις όριζε ένας ανυπόμονος πλοηγός, ένας καπετάνιος που μετρούσε απεγνωσμένα τα ναυτικά μίλια που απόμεναν μέχρι το πιο κοντινό λιμάνι αλλά καθως πλησίαζαμε σε αυτό παρέκλινε απο την πορεία και ξαναχανόταν μέσα στα πελάγη.

Δεν ζούσα. Πηγαινόφερνα τα κύματα μου μέσα στα κύματα. Οι τυφώνες την σκέψης μου με παράσερναν από τη μιά θλίψη στην άλλη.

Ένα μαραμπού παράμερα γρυλίζει, με καλεί.. Σιμώνω.. Του μιλάω με ένα στόμα που γυρέυει σώμα και ψυχή, που ψάχνει τόπο να στεριώσει. Είχε πιεί νερό από την θάλασσα στην οποία είχα εμπιστευτεί τα μυστικά μου. Ήξερε τα πάντα για εμένα πρωτού καν συναντηθούν τα βλέματα μας. Η σιωπή του είναι εκκωφαντική, είχε πιεί το αμίλητο νερό γρυλίζοντας. Ήξερε ότι αν και ήμουν εκεί, ταξίδευα το πουθενά μου κάπου αλλού στο πουθενά. Γνώριζε ότι αυτοκτονώ αυτοκαταστρεφώμενη καταστρέφοντας αυτό που με κατέστρεφε.
“Έι μαραμπού! Μείνε μαζί μου.. Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί κάθε που μας μετράει το άδειο. Μη φύγεις. Δεν σε δένω.. Δεν σε σκλαβώνω. Απλά σου ζητώ μια χάρη: αν σου περισεύει λίγη αγάπη, αγάπησε με!” Μα με αγαπούσε ήδη, κι ας μην έβρισκε τον τρόπο να μου το δείξει. Κι έτσι έμεινε κοντά μου

Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ ταξίδευα αδιάκοπα παρέα με το μαραμπού, γερασμένοι και οι δύο. Μια μέρα ξύπνησα υδρωμένη, νιώθωντας ότι μου έλειπε η καρδιά. Το μαραμπού είχε πετάξει για αλλού.. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω την απόφαση του να πεθάνει τόσο νωρίς. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν μαζί μου μέχρι το τέλος, νόμιζα ότι έλεγε για το δικό μου τέλος. Το έσκασε πρώτο σαν να είχε ρυθμίσει όλες τις υποθέσεις του βίου του, του βίου μας.. Πως να ξεπεράσω τον χαμό του? Τι να κάνω το σώμα μου, την σκιά μου? Νιώθω κουρασμένη, νυσταγμένη..
Καθώς βυθίστικα στον ύπνο, ο καπετάνιος με πάει προς το κύμα.. Στο σπίτι μου, στον τόπο μου, εκεί που πάντα ζητούσα να ταφώ.

Αν η ταυτότητα των ανθρώπων είναι ο δρόμος τους, εμένα -ευτυχώς- δεν με λυπήθηκε κανένας εργολάβος και δεν είχα δρόμο μα ένα υγρό μονοπάτι χαραγμένο με παράξενα κοράλια όπου ποτέ κανένα ανθρώπινο μάτι δεν τα είχε δει. Για τους ζωντανούς αποτελούσα ένα φάντασμα.. Ήμουν η πιο ζωντανή μέσα στους νεκρούς αλλά όταν ζούσα ήμουν η πιο νεκρή ανάμεσα στους ζωντανούς. Μέσα από τα μάτια μου αυτοί ήταν τα φαντάσματα. Οι αγάπες με ξάχασαν ήδη, μόνο η μάνα μου με θυμάτε πλέον.

Παρακολουθώ τους ανθρώπους. Είναι τόσο αλλόκοτοι, ζούνε την στάσιμη ζωή τους μέσα στην ακατάστατη αγωνία των φαντασμάτων που τους στοιχειώνουν χωρίς ποτέ να δέχονται ότι έχασαν μέσα στον θεατρινισμό τους. Με επισκέπτονται μέρα μεσημέρι με τις πικρίες και τα δάκρυά τους, με τα ρόδα που ρίχνουν στον υγρό μου τάφο. Ξέρω ότι δεν κλαίνε στο μνημόσυνο μου, μονάχα κλαψουρίζουν.

Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποιοι ανθρώποι τους οποίους εμπιστεύομαι ακόμα -οι ναυτικοί. Οι ίδιοι ναύτες για τους οποίους ο Καββαδίας είχε ξοδευτεί για να καταστήσει νοητό στους στεριανούς ότι δεν ρίχνονται στα κύματα επειδή τους αρέσει η αρμονία και η γαλήνη που εκπέμπει η θάλασσα. Αυτό που τους ταξιδεύει είναι η Μοίρα. Δεν αναφέρομαι στους ναυτικούς που βλέπουν την θάλασσα ως επάγγελμα αλλά σε αυτούς που είναι μαγεμένοι από αυτήν, αυτούς που η θάλασσα είναι η ερωμένη τους.

Εμπιστεύομαι ακόμα τους ανθρώπους που θέλουν να εμποδίζονται από τη μοίρα να νικήσουν. Κάποτε έτσι ήμουν κι εγώ.. Ίσως όμως τελικά να επιδίωκα να χάσω αφού δεν μπορούσε η νίκη μου να είναι τόσο ισχυρή ώστε να γεννήσει επιτέλους μέσα μου μια στάλα αισιοδοξίας. Έτσι έμεινα να ταξιδεύω από φαντασίωση σε φαντασίωση, από τα ερείπια του κόσμου στα ερείπια της ζωής μου. Αρνητικός άνθρωπος ήμουν, δεν χώνευα την θετικότητα. Τα πιο φιλελεύθερα μου λόγια ήταν αυτά που είχα ξεστομήσει λιγάκι πριν πεθάνω.

Μα είχα πεθάνει ξανά. Πέθαινα κάθε μέρα για να επιβεβαιώνω ότι είμαι ακόμα ζωντανή. ¶κουγα δολοφονικές φωνές μέσα μου. Ίσως αυτό θα έπρεπε να με είχε προετοιμάσει για τον τελικό θανατό μου, να με έκανε να νιώσω πιο έτοιμη. Μα έτοιμη ποτέ δεν θα κατάφερνα να νιώσω. Πάντα χρωστούσα μια τελευταία “συγνώμη”, ένα στερνό “σ’ αγαπώ”.

Ήθελα να πω κάτι. Το είπα? Δεν το είπα. Μπορούσα? Δεν μπορούσα. Πάσχιζα να φτάσω το απόλυτο του εφήμερου, σαν απαγορευμένη ηδονή. Σκυθρωπή, γεμάτη ενοχές κοιτούσα για ώρες τον ορίζοντα που δεν έλεγε να τελειώσει. Δεν χωρούσα ούτε καν στο περιθώρειο. Κουβαλούσα ανείπωτες λέξεις μέσα μου σαν πνιγμένους που τους κρατάει η θάλασσα φυλακισμένους για πάντα μέσα της. Πνιγμένους που ποτέ δεν έρχετε το κύμα που θα τους σύρει στην ακτή.

Με κρίνανε από παντού, σε κανένα δεν άρεσε αυτό που έκανα. Με περιτρυγύριζαν σαν αρπακτικά έτοιμα να με φάνε. Κι εγώ ανεχόμουν τα πάντα γιατί ήθελα να μετράω, όχι για αυτούς, δεν με ένιαξε ποτέ τι λένε για μένα. Υπήρχε όμως ένας άνθρωπος για τον οποίο ήθελα να σημαίνω κάτι. Ήξερα ότι επηρεαζόταν από τα λεγόμενα των υπόλοιπων κι έτσι προσπαθούσα να τους κάνω να με πάρουν στα σοβαρά. Τους μιλούσα στα πλαίσια της δικής τους σοβαρότητας για να τους πείσω. Ανέλυα, έπερνα θέση. Ήμουν εκεί περιμένοντας να με κρίνουν.

Αποτελόυσα πάντα το κακό παιδί. Ίσως γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν την τρέλα μου. Οι “λογικοί” φοβούνται τους τρελούς, γι’ αυτό τους κλείνουν σε ψυχιατρικές κληνικές. Τους τρέμουν γιατί ξέρουν ότι δεν θα δίσταζαν ποτέ να πουν την αλήθεια. Όχι φυσικά την δική τους αλήθεια η οποία είναι ένα κομάτι των ψεμάτων τους. Οι κομφορμιστές έπεισαν τους ανθρώπους ότι είναι ωραία τα αληθινά ψέματα κι έτσι βολεύτηκαν μέσα σε αυτά.

Εγώ συνέχισα να ξαναγυρνώ στο ίδιο σημείο σαν εγκληματίας. Το έπαιζα διανοούμενη. Το έπαιζα αλήτισσα. Βαθεία μέσα μου ήμουν και τα δύο. Μα το έπαιζα για να μην τους τρομάξω. Κι αυτοί με κατανάλωναν σαν να ήμουν ζωντανό λείψανο.Ήθελα να ήμουν καλός “κακός” μα ποτέ δεν έιχα καταφέρει να λύσω αυτή την μαθηματική εξίσωση όσα μαθηματικά κι αν είχα μάθει. Είχα φτιάξει ένα αλιθηνό μύθο και ζούσα μέσα σε αυτόν γιατί η μόνη ανώτερη δύναμη στην οποία πίστευα ήταν η αγάπη, και είχα αγαπήσει..

Η αγάπη είναι νεκρανάσταση την κάθε στιγμή που είστε μαζί, ακόμα κι αν δεν σου ανήκει. Εξάλλου δεν μπορείς να πεις ότι θα μπορούσε να σου ανήκει ένας άνθρωπος. Κι αυτός που είχα αγαπήσει αν και ήταν αταξίδευτος (αν με την έννοια του ταξιδιού εννοούμε τις γήινες εξαρτήσεις των βημάτων μας), έμοιαζε με ταξιδιάρικο πουλί. Το πάθος μου είχε καταπιεί τον ναρκισιμό μου. Πόναγα. Η ζωή μου είχε γίνει ένα ξεχασμένο ναυάγιο πολεμικού καραβιού, παρατημένο στον τόπο του εχθρού – είναι σχεδόν σίγουρο ότι κανείς δεν το θέλει εκεί.

Δεν ήμουν σπίτι για να στοιχίωσω σαν με εγκαταλέιψουν.. Δεν ήμουν παιδί που καθὠς νυχτώνει κουρνιάζει από φόβο στην αγκαλιά της μητέρας του.. Δεν ήμουν θάλασσα για να σε ταξιδευώ.. Δεν ήμουν φάρος για να σου δείχνω με τις αναλαμπές μου ότι δεν βαδίζεις μόνος. Δεν ήμουν κερί αναμμένο πάνω από του γραφείου σου τα χαρτιά που τα μουτζούρωσες με τις σκεψεις σου. Ήμουν ακόμα μια γυναίκα που σε είχε αγαπήσει.. Δεν βήκα ποτέ τη δύναμη να σου το πω αλλά πιστεύω ότι ακόμα κι αν το μάθαινες δεν θα σε ένιαζε. Ίσως τελικά αυτός να είναι ο λόγος που το κράτησα μυστικό.

Έγινα παρανοηκή, έστριβα γωνίες και κοίταζα πίσω μου. Κατανάλωνα φαντάσματα σε στέκια και σκοτεινά δρομάκια. Αφηνόμουν στην μοναξία μου και πάλευα με τις σκέψεις. Η ζωή μου είχε μετατραπεί σε φέρετρο, σε λείψανο μιας πόρνης που είχε όνειρα παρθένας. Χάος, αδιέξοδο -σκληρή επιλογή- η επιλογή μου. Πάσχιζα να βρω νόημα, να μην καταποντιστώ, να πιάσω πάτο, να γευτώ τα κατακάθια του καφέ. Το κατάφερα, έζησα σε αυτό τον “υπόγειο” κόσμο. Άντεξα αν και ήταν βαρύ το τίμημα. Ακόμα και ανάπηρη στεκόμουν στα πόδια μου. Ζωή των ερειπίων (όχι ζωή – ερέιπιο). Με είχε πληγιάσει η σαθρή πραγματικότητα. Ήθελα να κάνω κάτι μπάσταρδο, ένιωθα μπάσταρδο παιδί που κοιτάει με το τηλεσκόπιο του χρόνου στραμένο ανάποδα, την ώρα να περνάει, ανίκανο να κάνει αυτό που φανταζόταν χθες για το σήμερα.

Μα καθώς κοιτάζα τις ώρες να περνἀνε, κατάλαβα ότι με αυτές περνούσε κι η ζωή μου. Περνούσε μπρος στα μάτια μου κι εγώ δεν την σταμάτησα. Δεν την σταμάτησα γιατί δεν με ένοιζε να ζήσω αφού δεν μπορούσα να έχω εσένα, να εχω τη θάλασσα και το μοναχικό μαραμπού. Έσυ ήσουν το μαραμπού, προσωποποίηση της αθωότητας, της αγνότητας, της πιστής αγάπης. Δεν ήμουν φτιαγμένη από άφθαρτα υλικά μα δεν με ένοιξε αυτό. Το μόνο που ήθελα είναι να καταναλώνομαι από εσένα. Μα αφού η ζωή μας έστειλε μακρυά τον ένα από τον άλλο, απόθεσα τις ελπίδες μου στον θάνατο. Έβγαλα τη ψυχή μου από το σώμα και την άφησα να σέρνετε στα βηματά σου. Δεν είχες έρθει να με δεις την ώρα που σπάραζα, δεν ήρθες να δεις πως θα χανόμουν μπρος στα μάτια σου. Ούτε από το μνήμα μου πέρασες! Μα ξέρω, είναι άδειο αφού δεν βρήκανε το σώμα μου μιας και το είχα παραδώσει στην άλλη μεγάλη μου αγάπη, τη θάλασσα.

 

Χριστίνα Αρχόντους

φωτογραφία: nostimonimar.gr