Έναν ενοποιημένο αρχαιολογικό χώρο θα αποκτήσει ο Πειραιάς, μια πόλη που γενικώς στερείται χώρων. Το υπουργείο Πολιτισμού προσπαθεί εδώ και χρόνια να ενοποιήσει μικρές νησίδες με ευρήματα και να αναδείξει κτήρια, δεξαμενές, ή τμήματα του περίφημου Κονώνειου Τείχους. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο συζήτησε την οριστική μελέτη ανάδειξης και αποκατάστασης των αρχαιοτήτων της Μαρίνας Ζέας, η οποία περιλαμβάνει: Ανάδειξη και Ενοποίηση των Αρχαιολογικών Ευρημάτων του Κονώνειου Τείχους, καθώς και την ανάδειξη των υποθαλάσσιων ευρημάτων των αρχαίων νεωσοίκων του πολεμικού λιμένα της αρχαίας Αθήνας στην περιοχή της Μαρίνας Ζέας. Πρόκειται για μια περιοχή που σήμερα κάθε άλλο παρά κολακευτική εικόνα δίνει για τις αρχαιότητες.
Τόσο τα ευρήματα του Τείχους όσο και των αρχαίων νεωσοίκων του πολεμικού λιμένα της αρχαίας Αθήνας είναι τμηματικά και εμφανίζονται διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της Μαρίνας Ζέας χωρίς να διαμορφώνουν μία συνεχή εικόνα. Τα αρχαία κατάλοιπα (τμήματα οχύρωσης και αρχαίων νεωσοίκων) εντοπίζονται στις ακόλουθες πέντε περιοχές: Αναψυκτήριο «Πισίνα» (1), Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος (2), Κτήριο παραπλεύρως στο Ναυτικό Μουσείο και πίσω από το Flocafe (3), Περιοχή εξόδου από τη Μαρίνα (4), Ανατολικός πύργος εισόδου αρχαίου λιμανιού και νεώσοικοι (5). Σε αυτές θα γίνουν οι παρεμβάσεις.
Η μελέτη έχει ως σκοπό τη δημιουργία ενός αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος στο οποίο το Τείχος και το Πολεμικό Λιμάνι θα αναδειχθούν έτσι ώστε, και την ημέρα και την νύχτα, να αποτελούν αξιοθέατους προορισμούς, να προσκαλούν τον επισκέπτη να τα περιδιαβεί και να ενημερωθεί για την ιστορία τους. Επίσης, τα δύο αρχαία τοπόσημα θα αποδοθούν σε κοινή πολεοδομική χρήση σαν στοιχεία της ζωντανής ιστορίας της πόλης του Πειραιά, Τέλος, θα προβληθούν ως μέρη ενός μνημειακού συνόλου αισθητικής και πολεοδομικής σημασίας.
Για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού η μελέτη προτείνει την δημιουργία ενός Αρχαιολογικού Περιπάτου ο οποίος θα αποκαταστήσει τη συνέχεια του Πολεοδομικού περιβάλλοντος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το αρχαίο Τείχος δημιουργούσε μία αδιάκοπη συνέχεια. Ο Αρχαιολογικός Περίπατος οργανώνεται μέσω μίας σειράς αρχιτεκτονικών στοιχείων τα οποία αποκαθιστούν τη σύνδεση των οδών Ακτής Μουτσοπούλου και Ακτής Θεμιστοκλέους με το κάτω διάζωμα της Μαρίνας.
έτοια στοιχεία είναι στην περιοχή εξόδου μια ξύλινη ράμπα η οποία επιτρέπει στον περιπατητή να κατέβει στην στάθμη της θάλασσας και να δει τα ευρήματα από κοντά, στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδας η νέα είσοδος η οποία προτείνεται επί της οδού Ακτής Θεμιστοκλέους και στην Περιοχή 1, η γέφυρα και ο πεζόδρομος, προς τον στεγασμένο χώρο πίσω από το κτήριο του Αναψυκτηρίου «Πισίνα». Ο Αρχαιολογικός Περίπατος συνεχίζεται με την αναδιαμόρφωση της κλίμακας στο νότιο άκρο της περιοχής μελέτης προς τη θάλασσα. Έτσι αποκαθίσταται η ενοποίηση των αρχαιολογικών ευρημάτων στη δυτική παρειά του όρμου της Φρεαττύδος.
Στην ανατολική πλευρά του Λιμένος προτείνεται η διαμόρφωση δύο κλιμάκων οι οποίες συνδέουν τον περιμετρικό πεζόδρομο της άνω στάθμης (Ακτής Μουτσοπούλου) με τον πεζόδρομο της Μαρίνας και διαμορφώνουν έναν Αρχαιολογικό Περίπατο, ο οποίος ενοποιεί τους Νεώσοικους με τον Ανατολικό Πύργο του Λιμανιού. Όλες οι παραπάνω συνδέσεις ενοποιούν λειτουργικά τα αρχαιολογικά ευρήματα τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ιστό της πόλης, και τα αποδίδουν στην καθημερινότητα του πολίτη σαν στοιχεία της ζωντανής ιστορίας της πόλης του Πειραιά.
Στο πλαίσιο της μελέτης προτείνεται επίσης η αποκατάσταση του φυσικού τοπίου σε χαρακτηριστικά σημεία.
Στη Ζέα δημιουργήθηκε κατά τους κλασικούς χρόνους ο κύριος πολεμικός ναύσταθμος των Αθηναίων. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), ο Θεμιστοκλής αποφασίζει να ενισχύσει τη ναυτική δύναμη της Αθήνας, εξασφαλίζοντας τα λιμάνια του Πειραιά, στα οποία δημιουργεί τα νεώρια του νέου αθηναϊκού στόλου. Ξεκινά την ανέγερση των Μακρών τειχών, μαζί με την κατασκευή του οχυρωματικού περιβόλου, τόσο της Πειραϊκής χερσονήσου, όσο και των τριών φυσικών λιμανιών της, της Μουνιχίας, της Ζέας και του Κανθάρου. Οι διάδοχοί του, ο Κίμωνας και ο Περικλής, μετά το 472 π.Χ. ολοκληρώνουν το έργο της οχύρωσης του Πειραιά και της οργάνωσης του ναύσταθμου. Τα τείχη, συνολικού μήκους περίπου 13χλμ., υψώνονται κοντά στην ακτογραμμή (απόσταση 6-10μ.) και το πλάτος τους ανέρχεται στα 3,4-3,6μ., ενώ στην περιοχή των πύργων φτάνει τα 4,2μ. Οι πύργοι, που σώζονται καλύτερα μέχρι σήμερα, βρίσκονται σε ακανόνιστες αποστάσεις (50-60μ.) με μέσο πλάτος 6μ., ενώ η προβολή τους από το μεταπύργιο διάστημα είναι τουλάχιστον 4μ. Σήμερα σώζονται 22 από τους αρχικούς 55 πύργους.
Η σύνθεση της Ομάδας Μελέτης είναι η ακόλουθη:
Αρχιτεκτονική Μελέτη
ANAMORPHOSIS Αρχιτέκτονες: N.Γεωργιάδης, Κ. Κακογιάννης, Π. Μαμαλάκη, Β. Ζητωνούλης
Μελέτη Αποκατάστασης και Συντήρησης Αρχαιοτήτων
Ε. Α. Χλέπα Αρχιτέκτων Αναστηλωτής
Στατική Μελέτη
Γ. Καρύδης Πολιτικός Μηχανικός
Μελέτη Η/Μ Εγκαταστάσεων
Κ. Παγώνας και Σια Ε.Ε
Μελέτη Φωτισμού Ανάδειξης
Ν. Θεοδωρίδη
Αντιγόνη Καρατάσου
Πηγή: liberal.gr