Η ανάπτυξη του πολυπόθητου φαρικού δικτύου της πολύπαθης Ελλάδας, μιας χώρας με ζηλευτή ναυτοσύνη ήδη από την αρχαιότητα, ήταν έργο ενός ανθρώπου, ο οποίος παλεύοντας κόντρα σε όλους κατάφερε να δώσει ζωή σε ένα μεγαλόπνοο έργο που θα άλλαζε τη μοίρα των ελληνικών θαλασσών.
Κανείς άλλος δεν έχει συνδέσει το όνομα και τη ζωή του με τους φάρους της Ελλάδας όσο ο ναύαρχος και ακαδημαϊκός Στυλιανός Λυκούδης, ο αξιωματικός που από τις αρχές του 20ού αιώνα έκανε το Αιγαίο Πέλαγος να μοιάζει με τεράστιο πολυέλαιο, κατά το δικό του ευφυολόγημα πάντα!
Ήταν ο άνθρωπος που απάλλαξε τα ελληνικά πέλαγα από τα σκοτάδια και τη μουντάδα εξασφαλίζοντας ασφαλή ναυσιπλοΐα σε όλους. Αυτός προστάτευσε τους θαλασσοδαρμένους ναυτικούς μελετώντας το δίκτυο, υποβάλλοντας συνεχώς προτάσεις και καταφέρνοντας τελικά να τελεσφορήσει το όραμά του, ένα όραμα που θα άφηνε κληρονομιά στη χώρα του.
Κι έτσι ήταν ουσιαστικά και ο ίδιος φάρος, φάρος για το Ναυτικό της Ελλάδας και τις θαλάσσιες μεταφορές, ένας ακραιφνής πατριώτης που ό,τι έκανε, το έκανε με γνώμονα το καλό της χώρας του. Με πείσμα αδιαπραγμάτευτο και χωρίς να σηκώνει δεύτερη κουβέντα, ξεπέρασε όχι μόνο τις συνήθεις αγκυλώσεις της Ελλάδας αλλά και τα ίδια τα όρια των δυνατοτήτων της, πετυχαίνοντας έναν άθλο που έμοιαζε -όταν ξεκινούσε τουλάχιστον- ακατόρθωτος. Στα όρια του γραφικού.
Ο ίδιος ήξερε όμως καλά για τι μιλούσε, καθώς ήδη από νεαρός πλοίαρχος είχε οργώσει τα πέλαγα και είχε δει με τα μάτια του τους κινδύνους που αντιπροσώπευαν για τα πλοία τα μαύρα σκοτάδια. Τώρα έγραφε μελέτες και τις υπέβαλλε στην πολιτεία, για να τις δει να χάνονται σε συρτάρια υπηρεσιακών παραγόντων και ντουλάπια υπουργών.
Μόνο που ο Στυλιανός Λυκούδης δεν καταλάβαινε από τέτοια! Κι έτσι ήρθε η στιγμή που θα γινόταν επικεφαλής της Υπηρεσίας Φάρων του Βασιλικού Ναυτικού, όταν θα σήκωνε τα μανίκια και θα στρωνόταν στη δουλειά. Στα 25 χρόνια που διοίκησε την υπηρεσία, έχτισε 191 νέους φάρους, 140% περισσότερους δηλαδή από αυτούς που είχαν απομείνει λειτουργικοί στον ελλαδικό χώρο όταν ανέλαβε καθήκοντα!
Άλλοι 35 θα περιέρχονταν σε ελληνικά χέρια κατά την εδαφική επέκταση της χώρας μας στα χρόνια του, επιτρέποντάς του να στήσει ένα καλομελετημένο φαρικό δίκτυο όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει. Δεν έμεινε όμως εκεί, καθώς έδωσε και έναν παράπλευρο αγώνα για τον εκσυγχρονισμό των φάρων, την ηλεκτροδότηση και τις υδραυλικές τους εγκαταστάσεις, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα σύγχρονο πλέγμα φάρων που δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις του καιρού του.
Και τα πέτυχε όλα αυτά έχοντας απέναντί του τους κυβερνώντες και τους παρατρεχάμενούς τους, δίνοντας μάχες με αρκετές κυβερνήσεις και δεκάδες κυριολεκτικά υπουργούς Ναυτικών! Μόνο που ο Στυλιανός Λυκούδης ήταν πάντα εκεί, στις επάλξεις, όσο οι κυβερνήσεις άλλαζαν, καθώς αυτός άντεχε ενώ εκείνες όχι.
Βλέπετε ξεκίνησε την καριέρα του ως ο νεότερος σε ηλικία αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού και όταν αποστρατεύτηκε ως υποναύαρχος, ήταν ο γηραιότερος αξιωματικός, μετρώντας υπηρεσία που απλωνόταν σε περισσότερο από μισό αιώνα ενεργούς δράσης!
Ονειροπόλος και αιθεροβάμων όταν πρωτοξεκινούσε να μιλά για τους φάρους του, έκλεισε την καριέρα του ως κεφάλαιο μεγάλο των ελληνικών θαλασσών και της χώρας του…
Πρώτα χρόνια
Ο Στυλιανός Λυκούδης γεννιέται στις 23 Μαρτίου 1878 στην Ερμούπολη της Σύρου ως γιος του δικηγόρου, νομικού συμβούλου του κράτους και σημαντικού πεζογράφου Εμμανουήλ Λυκούδη. Η οικογένεια είχε μάλιστα βυζαντινή κληρονομιά και οι πρόγονοί του είχαν ζήσει από τη Βενετία μέχρι και τα Επτάνησα, όντας ανώτεροι αξιωματικοί (όπως ο θείος του, υποστράτηγος Πέτρος Λυκούδης) και πολιτικοί.
Οι Λυκούδηδες είχαν στενή σχέση με τον Χαρίλαο Τρικούπη, καθώς ο Εμμανουήλ ήταν προσωπικός σύμβουλός του και ο Πέτρος, καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων, είχε σταλεί προσωπικά από τον Τρικούπη στη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου το 1880 για την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο ελληνικό κράτος.
Ο Στυλιανός Λυκούδης μπήκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1891, 13 χρονών παιδί ακόμα! Όταν αποφοίτησε το 1895 με τον βαθμό του σημαιοφόρου, ήταν φυσικά ο νεότερος ηλικιακά αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού. Ο 17χρονος τότε Στυλιανός Λυκούδης ξεκινά την καριέρα του στα θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσες» και «Ψαρά», κατόπιν υπηρετεί στο πολεμικό «Αλφειός» και μετά στο βοηθητικό «Κανάρης».
Πάνω στο καταδρομικό «Κανάρης» και έχοντας οργώσει μέχρι τότε τις ελληνικές θάλασσες, θα ξεκινήσει τις πρώτες του μελέτες για το πλημμελές φαρικό δίκτυο της χώρας. Με δική του πρωτοβουλία πάντα, ετοιμάζει μια πρόταση για τη χαρτογράφηση των φάρων και τη φωταγώγηση των ακτών, η οποία θα περάσει εντελώς απαρατήρητη από τους ανωτέρους του.
Το 1904, ο 23χρονος αξιωματικός θα γίνει καθηγητής στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, η οποία λειτουργεί πάνω στη φρεγάτα «Ελλάς». Συνεχίζει ταυτοχρόνως τις θεωρητικές του μελέτες στο φαρικό δίκτυο, οι οποίες δεν γίνονται ωστόσο δεκτές από την ηγεσία του Βασιλικού Ναυτικού.
Το 1908 θα συνεχίζει τα διδακτικά του καθήκοντα πάνω στα πλοία «Αχελώος» και «Πηνειός» και το 1910 θα αναλάβει κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Λόγχη». Τέσσερα χρόνια μετά θα προαχθεί σε πλωτάρχη, το 1920 θα πάρει τον βαθμό του πλοιάρχου και όταν αποστρατευτεί το 1941, αποχαιρετά το Βασιλικό Ναυτικό με τον βαθμό του αντιναυάρχου.
Παράλληλα με τη δράση του ως επικεφαλής της Υπηρεσίας Φάρων, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια, συνέχισε να διδάσκει στη Ναυτική Ακαδημία και εξέδωσε μια πληθώρα σημαντικών ιστορικών μελετών για πλήθος θεμάτων. Δεν ήταν μόνο οι φάροι που τον απασχολούσαν ερευνητικά (όπως η σπουδαία μελέτη του «Ιστορικόν των φάρων των ελληνικών ακτών από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον»), καθώς ο Στυλιανός Λυκούδης ασχολήθηκε με τη γλωσσολογία και τη ναυτική ορολογία και έγραψε ακόμα και λήμματα για εγκυκλοπαίδειες και λεξικά ή άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά.
Το σύγγραμμά του εξάλλου για τους φάρους των Δαρδανελλίων («Περί του φωτισμού του Ελλησπόντου-Προποντίδος-Βοσπόρου») υιοθετήθηκε χωρίς καμία τροποποίηση από την Κοινωνία των Εθνών ως εξαιρετικής σπουδαιότητας έργο με παγκόσμια απήχηση! Για το οποίο παρασημοφορήθηκε άλλωστε με το μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας Α’ Τάξεως.
Και ήταν αυτή του η φωτισμένη ακαδημαϊκή πλευρά που θα τον χρίσει πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών ήδη από το 1929, πριν εκλεγεί ομόφωνα τακτικό μέλος της το 1939. Ακόμα και έργα λαογραφίας και λογοτεχνικά κείμενα απέδωσε η φωτισμένη πένα του, την ίδια ώρα που οι παρατηρήσεις του σε θέματα καθημερινής ζωής διακρίθηκαν για το κομψό και γλαφυρό τους ύφος.
Μέχρι το 1941, όταν αποστρατεύτηκε, είχε υπηρετήσει το Πολεμικό Ναυτικό της πατρίδας του για 54 συναπτά έτη, όντας ο μακροβιότερος αξιωματικός στην ιστορία του Βασιλικού Ναυτικού. Στην προσωπική του ζωή, ήταν παντρεμένος με την Αγγελική Λουγγή και είχε μια κόρη, την Μπέλλα…
Η σταδιοδρομία του στο Βασιλικό Ναυτικό έληξε μάλιστα τον Απρίλιο του 1939, τον ανακάλεσαν ωστόσο άρον άρον λίγο αργότερα, παραμένοντας εν δράσει μέχρι και τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα το 1941. Τη διετία αυτή υπηρέτησε ως σύμβουλος της Υπηρεσίας Φάρων αλλά και στην Ιστορική Υπηρεσία του Ναυτικού, καθώς τον ήθελε τόσο ο βασιλιάς όσο και το ελληνικό κράτος πάντοτε στις επάλξεις του καθήκοντος…
Η Ελλάδα και οι φάροι της, το μεγαλόπνοο όραμα του Λυκούδη
Ο πρώτος γνωστός φάρος της ανθρώπινης ιστορίας κατασκευάστηκε στη νησίδα Φάρος, έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, περί το 270 π.Χ. από τον περίφημο αρχιτέκτονα Σώστρατο τον Κνίδιο, στα χρόνια του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου.
Φάροι λειτούργησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, αν και η γενίκευσή τους δεν θα ερχόταν παρά στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν η δημιουργία ενός οργανωμένου φαρικού δικτύου που θα προστάτευε όσους έπλεαν σε στενά περάσματα και επικίνδυνες περιοχές κρίθηκε αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας.
Από τους αρχαίους βέβαια χρόνους, τους βυζαντινούς και την τουρκοκρατία μετέπειτα, οι φρυκτωρίες, οι βίγλες και οι πύργοι στα νησιά και τα παράλια της ηπειρωτικής ελληνικής ενδοχώρας, όταν δεν ειδοποιούσαν τους κατοίκους για την εμφάνιση εχθρών και πειρατών, εξυπηρετούσαν τα διερχόμενα πλοία, παίζοντας τον ρόλο των φάρων.
Οι αρχαίοι Έλληνες εξάλλου, πλάι στην ανάπτυξη του ναυτικού τους, σκέφτηκαν να επισημάνουν με πυρσούς τα επικίνδυνα θαλάσσια περάσματα. Η έρευνα του Λυκούδη είναι κι εδώ σταθμός, καθώς αυτός μας παρέθεσε μερικούς εξακριβωμένους ιστορικά πυρσούς, όπως αυτός που ήταν κοντά στο ακρωτήριο Σίγειο της Τρωάδας (χτίστηκε πριν από 2.800 χρόνια περίπου) και έδειχνε την είσοδο στα Δαρδανέλλια, ή ο άλλος που ήταν έξω από τη Σκιάθο και χτίστηκε από τον Ξέρξη για να κατέβει ο στόλος του από τον Θερμαϊκό στον Παγασητικό. Ο Λυκούδης παραθέτει μερικούς ακόμα, έναν στον θρακικό Βόσπορο, τρεις του 5ου αιώνα π.Χ. (ένας στην είσοδο του Πειραιά), αλλά και τον περιβόητο Πύργο του Ηρακλή στη Λα Κορούνια της Ισπανίας.
Στη χώρα μας, η παρθενική απόπειρα για την οργάνωση του φαρικού δικτύου έγινε από το βασιλιά Όθωνα το 1834, όπου ορίζει υπεύθυνους για τη μέριμνα των φανών τους αξιωματικοί των λιμένων. Η εξιστόρηση εξάλλου της ανάπτυξης του φαρικού δικτύου ήταν κι αυτή έργο του ακαδημαϊκού Λυκούδη!
Οι πηγές που παραθέτει και από τα όσα είναι γνωστά, φάροι στα ελληνικά πελάγη ανάβουν ήδη από τον 15ο αιώνα. Στο λιμάνι της Χίου το 1420, του Ρεθύμνου το 1651, της Ρόδου (πιθανότατα το 1650) και του Πειραιά και της Μυτιλήνης το 1782. Σχετικά οργανωμένο φαρικό δίκτυο συναντάμε και στα νησιά του Ιονίου από τις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς τελούσαν υπό αγγλική διοίκηση. Το 1822 ανάβει ο πρώτος φάρος στο φρούριο της Κέρκυρας και το 1824 ένας δεύτερος στο νησί. Το 1825 χτίζονται άλλοι δυο φάροι στους Παξούς, το 1828 στην Κεφαλονιά, το 1832 στη Ζάκυνθο, το 1834 στην Ιθάκη και το 1857 στα Κύθηρα. Αυτοί οι φάροι, όπως και της Λευκάδας, περιήλθαν στην Ελλάδα το 1863, μετά την ένωση της Ιονίου Πολιτείας με το ελληνικό κράτος.
Μέριμνα για τους φάρους πήρε και ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, θέλοντας κάθε λιμάνι να έχει κι από έναν. Ο πρώτος λειτούργησε το 1829 στο λιμάνι της Αίγινας και το 1831 χτίστηκαν άλλοι δύο, ένας στις Σπέτσες και ένας στην Κέα. Ο φάρος της Σύρου πρωτολειτούργησε το 1848. Τέλος το 1915, δύο χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Λυκούδη στην Υπηρεσία Φάρων και στον απόηχο των βαλκανικών πολέμων, την απελευθέρωση των νέων χωρών και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, προστέθηκαν στο ελληνικό φαρικό δίκτυο άλλοι 35 φάροι και φανοί.
Οι οποίοι είχαν κατασκευαστεί και συντηρούνταν από γαλλική εταιρεία και πέρασαν στο ελληνικό Δημόσιο έπειτα από κοπιώδεις διαπραγματεύσεις δύο ετών και τσουχτερή αποζημίωση. Αυτό ήταν λίγο-πολύ το φαρικό δίκτυο που παρέλαβε ο Στυλιανός Λυκούδης όταν τοποθετήθηκε διευθυντής της Υπηρεσίας Φάρων το 1913.
Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, μέχρι λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή δηλαδή, το ελληνικό φαρικό δίκτυο ανθούσε, ήταν πια καλά οργανωμένο και αριθμούσε τώρα έναν καλό αριθμό από φάρους και φανούς! Ήταν όλοι τους δικό του έργο.
Ο Στυλιανός Λυκούδης παρέμεινε στην Υπηρεσία Φάρων από το 1913-1938 και εγκατέστησε, αποκατέστησε και εκσυγχρόνισε το δίκτυο με τρόπο πρωτόγνωρο. Ο ίδιος πρόσθεσε στο ήδη υπάρχον δίκτυο άλλους 226 φάρους, εκ των οποίων οι 35 προήλθαν από την προσάρτηση των νέων εδαφών. Οι 191 ωστόσο ήταν αποκλειστικά δικό του έργο.
Για να το πούμε σε αριθμούς και να το βάλουμε στην προοπτική του, από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μέχρι και το 1913, στα 85 αυτά χρόνια, οι φάροι που είχαν φτιαχτεί ή προσαρτηθεί ήταν κλάσμα μόνο του έργου που θα συντελούνταν στην 25ετία του Λυκούδη. Το ποσοστό της αύξησης των ελληνικών φάρων μετά το πέρασμα του Λυκούδη από την Υπηρεσία Φάρων αποκρυσταλλώθηκε στο 140%!
Εξίσου σημαντική ήταν και η ιστορία που συνέγραψε για το ελληνικό φαρικό δίκτυο, αποσαφηνίζοντας παρανοήσεις και βάζοντας τα πράγματα στη σωστή τους χρονολογική σειρά. Ο Στυλιανός Λυκούδης μας υπενθύμισε πως από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μέχρι και το 1887 το σύνολο των φάρων υπαγόταν από κοινού στο Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Ναυτικών και οι θέσεις φάρων και φανών επιλέγονταν χωρίς κεντρικό σχεδιασμό.
Από μικροκομματικά συμφέρονται και τοπικές πιέσεις μέχρι και διεθνή συμφέροντα, οι φάροι όταν χτίζονταν, χτίζονταν χωρίς κεντρικό σχεδιασμό. Κι έτσι δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να εμφανίζονται σε μέρη που εξυπηρετούσαν τοπικά συμφέροντα αλιείας και όχι τα διεθνή θαλάσσια περάσματα!
Μόνο το 1887, με νόμο του Τρικούπη, η αρμοδιότητα των φάρων περνά αποκλειστικά στο Υπουργείο Ναυτικών και ιδρύεται σχετική υπηρεσία, το Τμήμα Φάρων. Την ίδια επίσης χρονιά, συγκροτείται και σχετική επιτροπή για τον φωτισμό των ελληνικών παραλίων, κάνοντας τα πρώτα σωστά βήματα για την εξέλιξη του φαρικού δικτύου.
Ο Στυλιανός Λυκούδης μελέτησε ειδικά τις διεθνείς γραμμές πελαγοδρομίας και τις ελληνικές γραμμές ακτοπλοΐας, οργανώνοντας ένα στρατηγικά τοποθετημένο δίκτυο, με σαφή προϋπολογισμό, ώστε να θέσει τα θεμέλια του ελληνικού φαρικού πλέγματος. Γι’ αυτό και όταν είδε το έργο του ολοκληρωμένο, είπε χαριτολογώντας ότι «τα παράλια της Ελλάδας μοιάζουν σαν ένας τεράστιος πολυέλαιος»!
Και πάλι με δικές του πιέσεις έγινε με νόμο του 1915 η Διεύθυνση Φάρων του Υπουργείου Ναυτικών ανεξάρτητη υπηρεσία, με αποκλειστική αρμοδιότητα τους φάρους και τους φανούς του κράτους. Εξίσου κολοσσιαία ήταν όμως και η οδύσσειά του να εκσυγχρονίσει το ήδη υπάρχον δίκτυο.
Γιατί μπορεί οι φάροι που παρέλαβε να λειτουργούσαν με λάδι ή πετρέλαιο, υπήρχαν όμως και κάποιοι που έκαιγαν ακόμα ξύλα και κάρβουνα! Όλοι τους ήταν απαρχαιωμένης τεχνολογίας και ο Λυκούδης έκανε κυριολεκτικά ό,τι περνούσε και δεν περνούσε από το χέρι του για να τους εκσυγχρονίσει.
Τώρα οι φάροι της Ελλάδας είχαν ηλεκτρισμό και νερό, ακόμα και την τεχνολογική καινοτομία του Νιλς Γκούσταφ Νταλέν εγκατέστησε, του μηχανικού που είχε επινοήσει μια μέθοδο αυτόματης αφής των φάρων με ηλιοβαλβίδα ασετιλίνης, μέσω της οποίας άναβαν αυτόματα οι φάροι με τη δύση του ηλίου (ο Νταλέν τιμήθηκε με Νόμπελ γι’ αυτό).
Οι αυτόματοι φάροι του Σουηδού έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του παγκόσμιου φαρικού δικτύου και επέτρεψαν να φωτιστούν τα πλέον δυσπρόσιτα σημεία των ελληνικών ακτών, μετά την υιοθέτησή τους από τον Λυκούδη το 1913. Το 1915 εγκατέστησε και τον πρώτο πλήρως αυτοματοποιημένο φάρο.
Το αποτέλεσμα της ασίγαστης δράσης του ήταν να γίνει το ελληνικό φαρικό δίκτυο ένα από τα καλύτερα της Μεσογείου πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν το καταστρέψει ο πόλεμος σε τραγικά μεγάλο ποσοστό. Η απελευθέρωση βρήκε τους ελληνικούς φάρους σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένους από τον γερμανό κατακτητή: μόνο 28 φάροι και φανοί παρέμεναν πια λειτουργικοί…
Πώς κατάφερε να πείσει τους κυβερνώντες για το όραμά του
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το πώς άλλαξαν τα μυαλά των κυβερνήσεων και συστρατεύτηκαν με το όραμα του ασίγαστου Λυκούδη. Δεν ήταν τόσο πολύ αυτός, αλλά τα ναυάγια που λάμβαναν κάθε τόσο χώρα και οι διεθνείς πιέσεις των μεγάλων ναυτιλιακών να φτιάξει επιτέλους η χώρα ένα ικανοποιητικό δίκτυο φάρων.
Τον Φεβρουάριο του 1910, στον απόηχο μιας νέας σειράς ναυαγίων, ένας νόμος έψαξε να αναδιοργανώσει το υπάρχον φαρικό δίκτυο. Μέσα στη φούρια των κυβερνώντων και την έλλειψη μελετών, κάποιοι θυμήθηκαν τον νεαρό πλοίαρχο και τις μελέτες που δεν σταματούσε να υποβάλει. Υποδείξεις και εκκλήσεις δηλαδή που έμεναν κλεισμένες σε συρτάρια και ντουλάπια.
Και ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος αυτός που διάβασε τις αναφορές του, εκτίμησε το φωτισμένο του πνεύματός του και τον έστειλε κατευθείαν στην Υπηρεσία Φάρων ως τμηματάρχη το 1911, καθώς ήταν σαφές πως ήταν ο άνθρωπος για τη δουλειά. Πριν γίνει φυσικά ο de facto ηγέτης της με ειδική τροπολογία που ψηφίστηκε το 1915.
Οι φάροι του Λυκούδη, που αποκαταστάθηκαν μεταπολεμικά, συνεχίζουν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού φαρικού δικτύου. Ο Στυλιανός Λυκούδης έφυγε από τον κόσμο το 1958 και το Πολεμικό Ναυτικό τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε ένα από τα δύο πλοία φαρικών αποστολών. Στο ΠΦΑ ΛΥΚΟΥΔΗΣ (A-481)…
[youtube id=”yLY_5_JnNDg”]
newsbeast.gr