Οι αντιδράσεις στις μεγάλες επενδύσεις ανά την ελληνική επικράτεια δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο. Στο πρόσφατο παρελθόν, περιπτώσεις όπως οι επενδύσεις στη Χαλκιδική ή παλαιότερα η διαβόητη «εκτροπή του Αχελώου» έγιναν πρωτοσέλιδα και αντικείμενο έντονων συζητήσεων στις τοπικές κοινωνίες. Παρόμοια εικόνα δείχνει να διαμορφώνεται και στα σημεία εγκατάστασης αιολικών «πάρκων», με πρόσφατο παράδειγμα τις αντιδράσεις που προξενεί η σχεδιαζόμενη εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε τέσσερα νησιά στις Κυκλάδες: Ανδρος, Νάξος, Πάρος, Τήνος.
Σύμφωνα με τις υφιστάμενες αδειοδοτήσεις έχει εγκριθεί η εγκατάσταση 95 ανεμογεννητριών (ύψους 100 μ.) που θα απαιτήσουν μία σειρά από υποδομές, όπως διάνοιξη νέων δρόμων σε ορεινά σημεία (μήκους 52,6 χλμ.), κατασκευή υποσταθμών και δίκτυα μεταφοράς ενέργειας (κατά κανόνα υπόγεια και υποθαλάσσια). Πηγή: Αποφ. ΥΠΕΚΑ 177360, 18/12/2014.
Οι φόβοι των νησιωτών (ήδη έχει κατατεθεί προσφυγή στο ΣτΕ από τους δήμους και την περιφέρεια Ν. Αιγαίου) εστιάζονται σε μεγάλο βαθμό στην αλλοίωση του ιδιαίτερου τοπίου (φυσικό, γεωργικό, οικιστικό) και στην πιθανή απαξίωση της τοπικής τουριστικής βιομηχανίας. Εχουν όμως δίκιο;
Μια πρώτη απάντηση θα ήταν πιθανότατα θετική: «Ναι έχουν δίκιο».
Εικόνες από παρόμοιες εγκαταστάσεις, όπως για παράδειγμα οι ανεμογεννήτριες στο νησί του Αγ. Γεωργίου λίγο έξω από το Σούνιο ή στην Ν. Εύβοια, δημιουργούν αρνητικό προηγούμενο. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το αισθητικό αποτύπωμα είναι έντονο και κατά τεκμήριο αρνητικό. Αυτονόητα οι Κυκλαδίτες ανησυχούν, δεν επιθυμούν κάτι ανάλογο να συμβεί σε ένα εμβληματικό τόπο, μοναδικής ομορφιάς, που έχουν επενδυθεί τεράστια ποσά και κόπος για να καταστεί το «Πετράδι του Στέμματος» της Ελλάδας. Σε ένα τόπο με αναγνωρισιμότητα που ξεπερνά ίσως και αυτή της ίδιας της χώρας.
Ο προβληματισμός αυτός δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο και η διεθνής εμπειρία μπορεί να δώσει χρήσιμες απαντήσεις. Οπουδήποτε εγκαθίστανται αιολικά πάρκα ξεκινά μια ζωηρή συζήτηση ώστε να ελαχιστοποιηθεί το αποτύπωμά τους και να αποφευχθούν μη αναστρέψιμες επιπτώσεις. Ιδιαίτερα σε σημεία με ακμάζουσα τουριστική βιομηχανία, οι συζητήσεις είναι συχνά εντονότατες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δημόσια συζήτηση που έλαβε χώρα στη Μ. Βρετανία με αφορμή την εγκατάσταση 1.000 περίπου ανεμογεννητριών σε τέσσερις εμβληματικές περιοχές της Σκωτίας, σε μια έκταση περίπου ίση με το 1/6 της Ελλάδας. Επρόκειτο δηλαδή για πολύ πιο ήπια ανάπτυξη σε σχέση με τις 95 ανεμογεννήτριες που πρόκειται να εγκατασταθούν στον εξαιρετικά περιορισμένο χώρο τεσσάρων μικρών ελληνικών νησιών.
Για διευκόλυνση της συζήτησης-αντιπαράθεσης στη Σκωτία πραγματοποιήθηκε μια έρευνα-σημείο αναφοράς, για λογαριασμό της τοπικής κυβέρνησης (πηγή: The economic impacts of wind farms on Scottish tourism – A report for the Scottish Government, Glascow Caledonian University – 2008) με στόχο να εξετάσει τις επιπτώσεις στο τουριστικό προϊόν της περιοχής. Η μελέτη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς, πέρα από την επιστημονική επάρκεια των συντελεστών της, αφορά περιοχές με προφανείς ομοιότητες με τις τουριστικές περιοχές της νησιωτικής Ελλάδας:
1. Μικρής κλίμακας γεωγραφικό ανάγλυφο (απουσιάζουν μεγάλοι ορεινοί όγκοι και οι ακτές έχουν έντονο διαμελισμό).
2. Πληθώρα σημείων ιδιαίτερου κάλλους και συχνά σε καθεστώς προστασίας.
3. Χαρακτηριστικό τοπίο με ευρύτατη αναγνωρισιμότητα διεθνώς.
4. Αραιή κατοίκηση.
5. Οικονομική δραστηριότητα βασισμένη κυρίως στον τουρισμό και δευτερευόντως σε μικρής κλίμακας τοπικές δραστηριότητες.
Τα συμπεράσματα της μελέτης ήταν εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Η ελκυστικότητα της περιοχής θα μπορούσε να παραμείνει αμετάβλητη εφόσον μία σειρά από προδιαγραφές τηρηθούν αυστηρά:
1. Περιορισμένος αριθμός εγκαταστάσεων (σε αντίθεση με τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό που σχεδιάζεται για τις Κυκλάδες), καθώς δείχνει να υπάρχει ένα όριο που ο επισκέπτης αποδέχεται πέρα από το οποίο οι αρνητικές εντυπώσεις κυριαρχούν.
2. Συγκέντρωση των ανεμογεννητριών σε λίγα σημεία (σε αντίθεση με την πολύ μεγάλη διασπορά που έχει εγκρίνει η ΡΑΕ-Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας), πρόκειται ίσως για τον κρισιμότερο παράγοντα αποδοχής.
3. Αποφυγή της συνεχούς οπτικής επαφής. Το παράδειγμα μικρών νησιών που πρακτικά θα υπάρχει αδιάκοπη κι έντονη οπτική επαφή είναι ισχυρά αρνητικό.
4. Μηδενικές παρεμβάσεις σε εμβληματικές περιοχές υψηλής αναγνωρισιμότητας.
Εφόσον οι παραπάνω προδιαγραφές τηρηθούν (κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση των επενδύσεων στις Κυκλάδες), οι επιπτώσεις στην αντίληψη των επισκεπτών σχετικά με την ελκυστικότητα του τόπου θα είναι γενικά μικρές, παρότι τα σημεία χωρίς παρόμοιες εγκαταστάσεις θα διαθέτουν ένα πλεονέκτημα.
Συμπερασματικά, οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών δεν αποτελούν μια ελληνική ιδιαιτερότητα που μπορεί να αγνοηθεί. Αντίθετα, είναι σύνηθες το φαινόμενο να υπάρχουν έντονες συζητήσεις, καθώς οι επιπτώσεις είναι δυνητικά μεγάλες και συχνά μη αναστρέψιμες. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των Κυκλάδων η ευαισθησία των κατοίκων δικαιολογείται, καθώς παρόμοιες εγκαταστάσεις σε άλλα σημεία της χώρας άφησαν έντονα αρνητικό αποτύπωμα, ενώ φαίνεται ότι κρίσιμες προδιαγραφές που θα προστάτευαν την ελκυστικότητα του τόπου έχουν αγνοηθεί. Οι επιπτώσεις μπορεί να είναι αρνητικές και μη αναστρέψιμες. Πέρα από την απλή λογική το αποδεικνύει και η διεθνής εμπειρία. Μια επανεξέταση βασικών όρων της επένδυσης στις Κυκλάδες, ώστε να ελαχιστοποιηθούν το αποτύπωμα και οι επιπτώσεις κρίνεται κάτι παραπάνω από αναγκαία.
Ο τόπος που ταυτίστηκε με την εικόνα της Ελλάδας όσο κανείς άλλος αξίζει πιο προσεγμένες κινήσεις.
* Ο κ. Γιάννης Τζανετής, Dipl. Engineer, MBA, σύμβουλος διοίκησης.
kathimerini έντυπη έκδοση