Η ναυτιλιακή βιομηχανία συνεχίζει την περιδίνησή της στα οικονομικά προβλήματα που έχει προκαλέσει η παγκόσμια οικονομική κρίση.
Οι ναυτιλιακές εταιρίες προσπαθούν, ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα. Αυτό βέβαια μόνο εύκολο δεν είναι αφού η διαχείριση ενός πλοίου είναι περίπλοκη υπόθεση και απαιτεί εξειδίκευση υψηλού επιπέδου καθώς και εμπειρία από το στελεχιακό προσωπικό του γραφείου. Μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι μικρές με βάση τον αριθμό πλοίων εταιρείες όχι μόνο ελληνικές αλλά και ξένες ακόμη και εισηγμένες που έτρεξαν να ζητήσουν την προστασία του πτωχευτικού δικαίου ή έβαλαν λουκέτο.
Ως πρώτη αντίδραση, εκτός από τη μείωση του λειτουργικού κόστους, ακύρωσαν ναυπηγήσεις πλοίων που είχαν δώσει ή παρέτειναν όσο γίνεται τον χρόνο παράδοσης των νέων πλοίων.
Όμως η επιλογή της μείωσης των λειτουργικών εξόδων έχει άμεσο αντίκτυπο στην καλή λειτουργία πρώτα του πλοίου αλλά και της ίδιας της εταιρείας η οποία διαγκωνίζεται σε ένα άκρως ανταγωνιστικό πεδίο.
Με άλλα λόγια η διαχείριση των πλοίων γίνεται ανεπαρκής και αυτό θέτει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα της ίδιας της εταιρείας. Εάν τώρα σε αυτό προσθέσουμε και τα δάνεια που έχει η ναυτιλιακή προς τράπεζες τίθεται το ερώτημα εάν το εκάστοτε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να εμπιστευτεί τον συγκεκριμένο εφοπλιστή και να τον αφήσει να «τρέξει» πλοία εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων με αυξανόμενο ρίσκο.
Προκείμενου να αποφευχθεί οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση μεταξύ πλοιοκτητών και τραπεζιτών, εφόσον οι μεν δεν επενδύσουν τα κέρδη τους ενώ οι τράπεζες δεν συμφωνούν σε μια βελτίωση των όρων αποπληρωμής προχωρώντας σε εκτέλεση υποθηκών, διεθνείς ναυτιλιακοί κύκλοι υπογραμμίζουν ότι «και οι δυο πλευρές, σε μία τέτοια κατάσταση αναζητούν προσωρινή λύση στην ανάθεση διαχείρισης των πλοίων τους είτε σε άλλες εταιρείες είτε σε επαγγελματίες διαχειριστές πλοίων, τις εταιρείες διαχείρισης πλοίων που έχουν στόλους μεταξύ 250 – 600 πλοίων και ένα διεθνές δίκτυο εξειδικευμένων ναυτιλιακών υπηρεσιών και μπορούν να βελτιώσουν αισθητά τα λειτουργικά έξοδα του πλοίου, για παράδειγμα κατά 20-30%».
Οι Έλληνες
Στις επιχειρηματικές ικανότητες των Ελλήνων πάνω στη ναυτιλιακή βιομηχανία, όπου αποτελούν την πρώτη δύναμη παγκοσμίως, έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους όχι μόνο προβληματικές ναυτιλιακές εταιρείες αλλά και επενδυτικά funds όπως για παράδειγμα τα γερμανικά πολυμετοχικά KG Funds.
Εδώ και έναν χρόνο στην Ακτή Μιαούλη εμφανίζονται εκπρόσωποι ξένων ναυτιλιακών κύκλων και κάνουν επαφές με μεγάλες ελληνικών συμφερόντων πλοιοκτήτριες αλλά και διαχειρίστριες ναυτιλιακές εταιρείες προκειμένου να αναλάβουν εκείνες την διαχείριση προβληματικών στόλων.
« Στην ουσία η Ελλάδα προσφέρει μια εξειδίκευση που είναι δυσεύρετη ανά τον κόσμο και αυτή εκμεταλλεύεται. Είμαστε σε θέση να μαζέψουμε για λογαριασμό πολλών διεθνών τραπεζών πλοία ξένων εταιρειών και να τα διαχειριστούμε» επισημαίνουν κύκλοι της Ακτής Μιαούλη και προσθέτουν:
«Οι χαμηλές πτήσεις των ναυλαγορών οδηγούν
Πλοιοκτήτες, που είναι εκτεθειμένοι σε τράπεζες και στους ναυλωτές και αδυνατούν να διαχειριστούν τα πλοία τους με κέρδος, να δίνουν προσωρινά τον στόλο τους ή κάποια από τα πλοία τους για μερική ή ολική διαχείριση μέχρι να αρχίσει να διορθώνει η αγορά και να αποκατασταθεί η ρευστότητα, εξασφαλίζοντας ότι:
– Τα κόστη θα κρατηθούν χαμηλά
– θα συντηρηθεί η καλή επικοινωνία και διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και ναυλωτές.
– θα κερδίσουν χρόνο για να εξετάσουν καινούργιες στρατηγικές , προοπτικές και ευκαιρίες που η κρίση προσφέρει.
– θα παραμείνουν στην αγορά χωρίς να χάσουν τα δικαιώματά τους».
Άρθρο του Μηνά Τσαμοπουλου από το newmoney.