Εγκαταλείπει η ΕΕ το στόχο της για προστασία του κλίματος;
Εντελώς απογοητευτικοί είναι οι στόχοι της ΕΕ που παρουσίασε σήμερα ο κ. Μπαρόζο στο πλαίσιο του πακέτου για την ενέργεια και το κλίμα για το 2030. Μόνη θετική νότα η ύπαρξη δεσμευτικού –αλλά ανεπαρκούς- ξεχωριστού στόχου για τις ΑΠΕ.
Επτά χρόνια μετά το πακέτο στόχων για το 2020, και παρά τις όλο και πιο έντονες προειδοποιήσεις των επιστημόνων για το τι μας περιμένει από την αλλαγή του κλίματος, αλλά και την τεράστια αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ΑΠΕ, οι νέοι στόχοι της ΕΕ είναι πλέον εντελώς ανεπαρκείς και ουσιαστικά καθιστούν ανέφικτη την επίτευξη του στόχου για συγκράτηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 2oC.
Ο στόχος για μείωση εκπομπών κατά μόλις 40% σε σχέση με το 1990 σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στο μερίδιο της παγκόσμιας προσπάθειας, που αντιστοιχεί στην ΕΕ και ουσιαστικά τορπιλίζει την προσπάθεια για μια αποτελεσματική διεθνή συμφωνία το 2015: οι αναπτυσσόμενες χώρες περιμένουν πραγματικά φιλόδοξες πολιτικές από την ΕΕ και τις άλλες πλούσιες χώρες προκειμένου να δεσμευτούν και αυτές να μειώσουν τις εκπομπές τους. Αν συνυπολογίζαμε μάλιστα και την ιστορική ευθύνη της ΕΕ στο σύνολο του CO2 που έχει εκπέμψει η ανθρωπότητα, και επιλέγαμε η κατανομή της προσπάθειας να αντανακλά και την παγκόσμια ισότητα και δικαιοσύνη, τότε ο στόχος για την ΕΕ το 2030 θα έπρεπε να είναι της τάξης του 60%.
Ομοίως ανεπαρκής είναι και ο στόχος για 27% μερίδιο ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας. Το χαμηλό ύψος του στόχου αφήνει σημαντικό περιθώριο για επικίνδυνες επιλογές μείωσης των εκπομπών όπως είναι η πυρηνική ενέργεια και η δέσμευση και αποθήκευση CO2. Οι ΑΠΕ έχουν δείξει τα τελευταία χρόνια πως ακόμα και χωρίς φιλόδοξες πολιτικές υποστήριξης μπορούν να ανταγωνίζονται άμεσα τα ορυκτά καύσιμα. Χαρακτηριστικό είναι πως στα 7 χρόνια που μεσολάβησαν από το προηγούμενο πακέτο στόχων της ΕΕ, το κόστος των φωτοβολταϊκών έχει μειωθεί κατά περίπου 90%.
Τέλος, το γεγονός ότι είναι πάλι μη δεσμευτικός και παραμένει ενδεικτικός ο στόχος εξοικονόμησης ενέργειας, φανερώνει πως η Κομισιόν δεν δίνει στον καθοριστικό αυτό τομέα τη σημασία που του αξίζει.
Η ελληνική κυβέρνηση, που βρίσκεται στην Προεδρία της ΕΕ, οφείλει να εξασφαλίσει πως στο Συμβούλιο, όχι μόνο δε θα μειωθεί κι άλλο η φιλοδοξία των στόχων, αλλά θα εξαντληθεί κάθε πίεση για την αύξησή της.