Σπάνια γράφονται σήμερα μυθιστορήματα με τέτοια πολυπρόσωπη συμμετοχή. Δυο γυναίκες, από δύο οικογενειακά δέντρα, σε δύο διαφορετικά σημεία της γης, μεγαλώνουν, ανθίζουν, απλώνουν τα κλαριά τους και τα δύο δέντρα κάπου σμίγουν. Κάποια κλαράκια τους δένονται μεταξύ τους, σαν κοτσίδες, άλλοτε με δύο και άλλοτε με τρία κλαριά ή και με κλαριά άλλων πλαϊνών δέντρων. Κι άλλα κλαράκια κόβονται, χάνονται, περνούν στη λησμονιά αφήνοντας πίσω τους πόνο.
Ένα βιβλίο που άνετα θα μπορούσε να μεταφερθεί στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη, με παράλληλες – πολλές – ιστορίες που πλέκονται γύρω από τις δύο βασικές ηρωίδες. Με αρκετούς δεύτερους και τρίτους ανδρικούς και γυναικείους ρόλους, που δίνουν τη μάχη της επιβίωσης μέσα στη ταραγμένη περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής και της δυσπραγίας της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και με τοπία, και εικόνες, και συναισθήματα, και αρώματα που μόνον ένας πολυτάλαντος σκηνοθέτης θα μπορούσε να μεταφέρει στους ηθοποιούς του έργου και στην οθόνη και μόνον σημαντικά ονόματα της δραματικής τέχνης, θα μπορούσαν να αποδώσουν με τελειότητα, όλα τα συναισθήματα που ζει με τη ψυχή του ο αναγνώστης, διαβάζοντας τους «Μεσημβρινούς της ζωής στους ήλιους του έρωτα».
Η Μαίρη Κόντζογλου, με ξεχωριστή λογοτεχνική μαεστρία, καταφέρνει και στο τρίτο της βιβλίο να κρατήσει στο ζενίθ το ενδιαφέρον του αναγνώστη από τη πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία λέξη του:
«Άφησε το μωρό στο πάτωμα η κυρά-Νενέ – πιανόταν και περπατούσε ο μικρός Συμεών – και παρατήρησε το φάκελο με τα ωραία άγνωστα γράμματα.
Διαισθάνθηκε ότι το χέρι που τα έγραψε είχε κάνει προσπάθεια, τα είχε ζωγραφίσει αυτά τα γράμματα, δεν τα είχε κτήματα του, είχε προσπαθήσει πολύ για να τα απιθώσει πάνω στο φάκελο. Τον έφερε στη μύτη της, έκλεισε τα μάτια της και μύρισε: σαπούνι άσπρο και γιασεμί από δυο καθαρά χέρια, βανίλια και κανέλα από το τραπέζι που γράφτηκε το γράμμα, λίγος ιδρώτας αγωνίας από το χέρι, ένα προσεκτικά σκουπισμένο δάκρυ, και άρωμα μαστίχας από την αναπνοή της γράφουσας όταν φιλούσε το γράμμα…»
Και με μοναδικά απρόσμενα περιστατικά και εικόνες: «Περπάτησαν στα νύχια προς τα κει – μια για να μην ακουστούν, μια για να μη γλιστρήσουν στο χιόνι, ένας τετράπαχος άσπρος γάτος πετάχτηκε και της εκοψε τη χολή, από τη σκεπή της αποθήκης κρέμονταν σταλακτίτες. «Δες…» του έκανε με το χέρι, γέλασε εκείνος, έβαλε τη γλώσσα του και έγλειψε τον πάγο, που στην άκρη του ήταν διάφανος, πήγε κι αυτή, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και έφτασε την άκρη του σταλακτίτη. Συναντήθηκαν οι γλώσσες τους καυτές πάνω στον πάγο, έγλειψε ο ένας τη γλώσσα του άλλου, και η κοπέλα έσπρωξε με το αριστερό της χέρι το πορτάκι της αποθήκης…»
Με αποσπάσματα γλυκά, ερωτικά που μοιράζονται απλόχερα στον αναγνώστη με τρόπο μοναδικής ευαισθησίας και λεπτότητας: «…τρυφερός και γλυκομίλητος, όταν ήρθε η ώρα, της έβγαλε το δαντελένιο νυφικό και με χάδια και φιλιά την οδήγησε στο μεγάλο κρεβάτι. Αφέθηκε η Βασιλική στα αγκαλιάσματα του, τίποτα δεν είχε δοκιμάσει πιο νόστιμο από τα χείλη του, κανένα σκέπασμα πιο ζεστό από την αγκαλιά του, κανένα νανούρισμα πιο τρυφερό από την ανάσα του, τίποτα πιο απαλό από τα χέρια του δεν είχε ακουμπήσει ποτέ της, τον άφησε χωρίς αντιρρήσεις να την ξεντύσει τελείως – ούτε στάλα δεν ντράπηκε όταν εκείνος έμεινε όλο θαυμασμό να κοιτάει το γυμνό κορμί της. Ύστερα της έλυσε την κοτσίδα και με τα ξανθά της μαλλιά, που έφταναν ως κάτω από τη μέση της, έπαιξε με τις ώρες, καλύπτοντας τα τρυφερά της οπίσθια και φιλώντας τα, έπαιξε με τα μαλλιά της όπως έπαιξε εκείνη με την πάνινη κούκλα της όταν ήταν παιδί. Και μετά όταν το κορίτσι είχε γλυκαθεί και ανταποκρινόταν με πάθος στα χάδια του και φλεγόταν από μια άγνωστη φωτιά, την πήρε απαλά, όλο αγάπη, προσεκτικός και τρυφερός και την έκανε γυναίκα του, μουρμουρίζοντας της λόγια έρωτα απίστευτου, τέτοιους που ούτε είχε φανταστεί ποτε το κορίτσι ότι υπάρχει…»
Από την αρχή του βιβλίου η Μαίρη Κόντζογλου μας γεμίζει με εικόνες πολλές, χρωματισμένες και μυρωδάτες. Εικόνες που μας μεταφέρουν σε δύο διαφορετικούς τόπους, στην Πίνδο και στη Σμύρνη, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Εικόνες στατικές, εικόνες με κίνηση, εικόνες γλυκές, θεαματικές, συγκινητικές, τραγικές.
Οι ήρωες του βιβλίου προκαλούν συχνά την έντονη συγκίνηση στον αναγνώστη αλλά του προκαλούν επίσης και τον έντονο θαυμασμό για το ήθος, τη δύναμη και το κουράγιο τους στον αγώνα για επιβίωση και στη διεκδίκηση του αυτονόητου που συχνά έρχεται σε σύγκρουση με τα ήθη και τα έθιμα της περιγραφόμενης εποχής.
Η συγγραφέας, περιγράφει με απίστευτη λεπτομέρεια τα τοπία, βήμα-βήμα, τις κινήσεις των ανθρώπων στη διάρκεια των διαλόγων της, τις επιπτώσεις από κάθε τους βήμα (π.χ. στο γρασίδι σελ.18), τα κρυμμένα πίσω από τα ανέκφραστα πρόσωπα συναισθήματα, τις «πονηρές», λοξές παιδικές διερευνητικές ματιές, το «σκότωμα» του άσκοπου- για κάθε παιδί- χρόνου, ενώ μέσα από την ίδια περιγραφή, ο αναγνώστης «ακούει» διάφορους ήχους, «βλέπει» πολλές διαδοχικές εικόνες και η παραστατικότητα είναι τόσο ζωντανή, πλαισιώνεται από τέτοια λεπτομέρεια που διαβάζοντας έχεις τη ψευδαίσθηση ότι βλέπεις κινηματογραφική ταινία, ή ακόμα καλύτερα, ότι είσαι εκεί, θεατής της ζωής των ηρώων.
Αυτό που προσωπικά παρατήρησα είναι ότι ο αναγνώστης του συγκεκριμένου βιβλίου, ζει κυριολεκτικά μέσα στο κλίμα, στο χώρο και στα συναισθήματα που αναπτύσσονται από τη συγγραφέα.
Υπάρχουν σημεία – αρκετά σημεία – όπου προσωπικά κράτησα την αναπνοή μου, μη πιστεύοντας στην ανατροπή που ακολουθούσε.
Υπάρχουν σελίδες που γύρισα να τις διαβάσω ξανά γιατί μου άρεσε πολύ, με γοήτευσε ο τρόπος της περιγραφής και ήθελα να χαρίσω στον εαυτό μου τη πολυτέλεια, να ξαναζήσω εκείνες τις περιγραφές.
Όταν ολοκλήρωσα την τελευταία παράγραφο, γύρισα ξανά στη πρώτη σελίδα. Και μοναδική μου παρηγοριά είναι ότι «Οι μεσημβρινοί της ζωής» είναι το πρώτο βιβλίο από την πρώτη τριλογία της εξαίρετης μυθιστοριογράφου Μαίρης Κόντζογλου.
Σε λίγους μήνες – μάλλον μέσα στο καλοκαίρι του 2011 – θα κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας: «Στα φεγγάρια της αλήθειας» και αργότερα το βιβλίο : «Στη Γη της Αγάπης».
Μυθιστόρημα: Οι μεσημβρινοί της Ζωής στους ήλιους του έρωτα
Συγγραφέας: Μαίρη Κόντζογλου
Εκδόσεις: Λιβάνη
Σελίδες: 682
Η συγγραφέας
Η Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες & Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες, με αντικείμενο την Επικοινωνία (Marketing, Διαφήμιση, Δημόσιες Σχέσεις, Εκδόσεις, Οργάνωση Εκδηλώσεων και Συνεδρίων).
Έχει αρθρογραφήσει σε πολλά κλαδικά περιοδικά.
Το 2008, κυκλοφόρησε από τον Εκδοτικό Οργανισμό Λιβάνη το πρώτο της μυθιστόρημα, «Το Μέλι το Θαλασσινό», (Αρ. σελίδων: 565) που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό.
Το 2009 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της : «Περπάτα με τον άγγελό σου» (Αρ. σελίδων: 645)
Με τη Μαίρη Κόντζογλου μπορείτε να επικοινωνείτε στα http://marykontzoglou.blogspot.com,
στην ηλεκτρονική διεύθυνση mkontzo@gmail.com, ή
στο Facebook με το όνομα Μαίρη Κόντζογλου