Σε γόρδιο δεσμό εξελίσσεται το θέμα της επόμενης μέρας για την ελληνική ναυπηγική βιομηχανία, καθώς συγκρούονται δύο διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις, ενώ ταυτόχρονα ελλοχεύουν κίνδυνοι. Θρυαλλίδα των εξελίξεων είναι η τελευταία απόφαση της διαιτησίας για την υπόθεση της προσφυγής των μετόχων των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά κατά του Δημοσίου, οι οποίοι αξιώνουν αποζημίωση ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Από την άλλη, είναι η υπόθεση επιστροφής από τα ναυπηγεία κρατικών επιδοτήσεων με βάση τη γνωστή, προ ετών, απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία πάγωσε με την υιοθέτηση του «μοντέλου Βενιζέλου», αλλά έχει περιορίσει τα ναυπηγεία αποκλειστικά σε στρατιωτικό έργο.
Οι επιλογές
Μια άποψη στους κόλπους της κυβέρνησης εμφανίζεται να στηρίζει την εξυγίανση του κλάδου, μέσω της ενεργοποίησης του ιδιωτικού τομέα, την ώρα που μια άλλη τείνει να επιμένει στην ανάγκη δημιουργίας του λεγόμενου ενιαίου φορέα ναυπηγικής βιομηχανίας, ενδεχομένως με de facto κρατικοποίησή τους. Δηλαδή την ενοποίηση των Ναυπηγείων Ελευσίνας του ομίλου Νεώριο, με αυτά του Σκαραμαγκά, συμφερόντων Abu Dhabi Mar, χωρίς να είναι όμως σαφές πώς θα επιτευχθεί αυτό. Και ακόμα περισσότερο χωρίς να είναι σαφές πώς θα περάσει μια τέτοια επιλογή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς την υποχρέωση επιστροφής των κρατικών επιδοτήσεων. Επιστροφή, η οποία, εάν απαιτηθεί, εκτιμάται πως θα καταδικάσει τον όμιλο να παραμείνει πρακτικά εσαεί ζημιογόνος.
Τις εξελίξεις επιταχύνει τώρα η ολοκλήρωση –σύμφωνα με πληροφορίες– αυτές τις ημέρες, της συζήτησης της προσφυγής της πλευράς Abu Dhabi Mar κατά του ελληνικού Δημοσίου, με την απόφαση να αναμένεται εντός του πρώτου τριμήνου του 2016. Εάν η διαιτησία επιδικάσει, όπως πιθανολογείται από ορισμένες πλευρές, στην Abu Dhabi Mar το ποσό που ζητεί ή έστω και μικρότερο, τότε οι επιλογές της είναι δύο, εκτιμούν κύκλοι με γνώση των σχετικών διεργασιών:
α) είτε να αξιώσει το ποσό,
β) είτε να διαπραγματευτεί τον συμψηφισμό του με τις επιδοτήσεις που φέρονται να έλαβαν τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά έως το 2001 και να απελευθερωθεί έτσι η δυνατότητά του να λειτουργεί και εμπορικά και όχι μόνον αμυντικά.
Η σημασία των εξελίξεων που θα δρομολογηθούν, αποκτά σημαντικότατες κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις εάν αναλογιστεί κανείς τις θέσεις εργασίας που μπορεί να δημιουργηθούν ή να χαθούν ανάλογα με την πορεία που θα ακολουθηθεί.
Υπενθυμίζεται πως τον Οκτώβριο του 2009 ανακοινώθηκε απόφαση αποχώρησης της προηγούμενης ιδιοκτήτριας ThyssenKrupp από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Είχε προηγηθεί τον Ιούνιο του 2008 καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πως ελάμβαναν παράνομα κρατικές επιδοτήσεις δημιουργώντας αθέμιτο ανταγωνισμό. Επιβλήθηκε τότε πρόστιμο της τάξης των 240 εκατομμυρίων ευρώ που σήμερα υπολογίζεται πως έχει φτάσει στα 539 εκατομμύρια και το οποίο είναι βέβαια ανέφικτο να πληρωθεί.
Η ελληνική κυβέρνηση επί υπουργίας Βενιζέλου προκειμένου να αποφύγει το κλείσιμο, πρότεινε στην Ε.Ε. τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά να πουλήσουν ή να αχρηστεύσουν τον εξοπλισμό που χρησιμοποιούν για εργασίες σε εμπορικά πλοία, Ελλήνων και διεθνών πελατών, και για 15 χρόνια να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πολεμικά πλοία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Το χρονικό
Στα τέλη του 2009, η ThyssenKrupp ανακοίνωσε την πρόθεσή της να πουλήσει τα ναυπηγεία εξαιτίας της μειωμένης κερδοφορίας τους. Πέντε εταιρείες εκδήλωσαν ενδιαφέρον, με τα ναυπηγεία τελικά να καταλήγουν στην Abu Dhabi Mar από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η συμφωνία για τη μεταβίβαση των ναυπηγείων στην Abu Dhabi Mar υπογράφτηκε στις 18 Μαρτίου 2010 και ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους με την αναγνώριση της οφειλής περί το 1,3 δισ. ευρώ του ελληνικού Δημοσίου προς τα ναυπηγεία. Ομως στη συνέχεια ανέκυψαν προβλήματα μεταξύ Δημοσίου και ναυπηγείων που σχετίζονταν με τις πληρωμές του Δημοσίου και την πρόοδο των εργασιών. Ακολούθησε η προσφυγή στη διαιτησία και τώρα το μείζον αυτό θέμα, για έναν κλάδο που κάποτε μεσουρανούσε στην Ελλάδα, θα κληθεί να διαχειριστεί η σημερινή κυβέρνηση.
kathimerini.gr{jcomments on}