Η ελληνική αλιεία και σπογγαλιεία στα τέλη της δεκαετίας του 1940
Τον Νοέμβριο του 1948 η Ελλάδα ταλανίζεται από τις συγκρούσεις και τις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου. Την ίδια ωστόσο περίοδο κάνει και τα πρώτα της αναπτυξιακά βήματα, επιχειρώντας τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση των μέσων παραγωγής, την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε η τετράχρονη κατοχή της από τις δυνάμεις του Άξονα και την ανάκαμψη προσοδοφόρων τομέων της οικονομίας της.
Τα σχετικά ενημερωτικά δελτία που εκδίδει η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, επιφορτισμένη με την καταγραφή των προβλημάτων της περιφέρειας, τη μελέτη των αναπτυξιακών της δυνατοτήτων και την παροχή λύσεων μέσω των επιμορφωτικών και χρηματοδοτικών προγραμμάτων της αμερικανικής βοήθειας, αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την ιστορία της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης.
Οι αναφορές των κλιμακίων της Τράπεζας που επισκέπτονται τις νησιωτικές περιοχές της χώρας αναφέρουν ότι τα ¾ των πλοίων «στερούνται αλιευτικών εργαλείων, των αλιέων ασχολουμένων με την δια δυναμίτιδος αλιείας με τα γνωστά εις όλους μας αποτελέσματα. Δια τους λόγους τούτους κρίνεται πλέον η απαραίτητον όπως το ταχύτερον εφοδιασθούν (…) με έτοιμα δίκτυα και δικτυονήματα εκ των οποίων οι κάτοικοι (εν. των νησιών) θα κατασκευάσουν τοιαύτα, δια των εις διαφόρους νήσους πλεκτριών». Ταυτόχρονα, υπολογίζουν και προτείνουν: «η παραγωγή θα ανέλθη εις υψηλότερα επίπεδα και δέον να ληφθή πρόνοια δια την διάθεσιν των πλεονασμάτων δια της μεταφοράς τούτων εις Πειραιά ή της βιομηχανοποιήσεως και κατασκευής αλιπάστων, ώστε οι αλιείς των νήσων να ικανοποιώνται εκ της διαθέσεως του προϊόντος των και σημαντικόν ποσόν συναλλάγματος να εξοικονομήται, το οποίον σήμερον διατίθεται δια την εισαγωγήν παστών ιχθύων εκ διαφόρων άλλων χωρών.
Ενδιαφέρον στις αναφορές των «συνεργείων» της Αγροτικής Τράπεζας παρουσιάζει η επικέντρωση τους στην υιοθέτηση μεθόδων και πρακτικών από τους αγρότες που λαμβάνουν υπόψιν τους σε ικανοποιητικό βαθμό την περιβαλλοντική συνθήκη, αλλά και στην ενίσχυση της οικοτεχνίας ως τρόπου διατήρησης του ντόπιου πληθυσμού στις εστίες του.
Ιδιαίτερος λόγος γίνεται για τη σπογγαλιεία που χαρακτηρίζεται ως «σημαντικότερος εξ όλων πλουτοπαραγωγικός κλάδος των νήσων». Η δραστηριότητα φαίνεται πως έχει ξεπεράσει τα προπολεμικά επιπέδα: «το γεγονός τούτο οφείλετο εις τον πλούτον των σπογγοφόρων πεδίων τα οποία δεν είχον αλιευθή κατά την διάρκεια του πολέμου. Η απόδοσις θα ήτο μεγαλυτέρα εάν τα σκάφη εξεκίνουν από τας αρχάς της περιόδου και είχον εφοδιασθή δια των καταλλήλων εργαλείων και τροφών, ώστε να μην εξαναγκάζωνται να αλιεύουν εις κοντινά ύδατα και να επαναπλέουν εις λιμένας εκκινήσεως δια την πώλησιν του αλιεύματος προς αγοράν εφοδίων και εκκίνησιν εκ νέου».
Το 1947 η σοδειά σπόγγων «κατηγορίας α,β και γ» των Δωδεκανήσων (που ακόμη δεν έχουν πλήρως και επισήμως ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό) ανήλθε στις 46.400 οκάδες και η αξία της υπολογίστηκε στις 244.250 λίρες Αγγλίας. Τα ευοίωνα στοιχεία προκαλούν σχετική αισιοδοξία στα κλιμάκια της Τράπεζας που επισημαίνουν την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης του εν λόγω τομέα, δίνοντας βαρύτητα και στις παράπλευρες τεχνικές-στεριανές εργασίες επεξεργασίας του προϊόντος.
«Την προσεχή περίοδον (εν.1949) υπολογίζεται ότι θα εκκινήσουν αρκετά πλοία, αι προετοιμασίαι δε ήρχισαν ήδη. Και εις την νέας ταύτην προσπάθειαν πρωτοπόρος έρχεται η Κάλυμνος με την Σύμην, Κω και τας άλλας νήσους ως την Αστυπάλαιαν και το Καστελλόριζον».
Πηγές:
Το υλικό αρχείου αντλήθηκε από αναδημοσιεύσεις του στον τύπο της εποχής και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους Ν. Δωδεκανήσου.
Το σύνολο του αρχειακού υλικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ)