25η Μαρτίου. Ἡ Ἐθνικὴ μας ἑορτὴ «Ζήτω ἡ Πατρίδα μας!»

Τί ὡραῖα ποὺ εἶναι σήμερα στολισμένο τὸ σχολεῖο!

 

Ἡ εἴσοδός του στεφανωμένη γῦρο – γῦρο μὲ μυρτιὲς καὶ δάφνες καὶ μιὰ μεγάλη γαλανόλευκη σημαία ὑπερήφανα κυματίζει στὴν κορυφή.

 

Μέσα ἡ μεγάλη αἴθουσα καταστόλιστη ἀπὸ πρασινάδες καὶ πολλὲς – πολλὲς σημαιοῦλες.

 

Στοὺς τοίχους κρέμονται οἱ εἰκόνες τῶν ἡρώων μας. Ὅλοι στεφανωμένοι μὲ μυρτιὲς καὶ δάφνες.

 

Στὸ βάθος τῆς αἴθουσας εἶναι σηκωμένο ἕνα πλατὺ βάθρο. Ἀριστερὰ καὶ δεξιά του κρέμονται ἁπλωμένες στὸν τοῖχο δυὸ μεγάλες γαλανόλευκες.

 

 

 

Ἐπάνω σ’ αὐτὸ τὸ βάθρο θ’ ἀνέβουν ἕνα – ἕνα τὰ παιδιὰ νὰ ἀπαγγείλουν τὰ ποιήματά των.

 

Ἐκεῖ θὰ γίνῃ καὶ ἡ μικρὴ παράστασις ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ μιλήσῃ καὶ ὁ Διευθυντὴς τοῦ σχολείου.

 

Τέλος ἦλθε ἡ ὥρα ν’ ἀρχίσῃ ἡ ἑορτή.

 

Ὁ κόσμος ἔχει μαζευθῆ. Τὰ παιδιὰ φοροῦν τὶς ὡραῖες φορεσιές των καὶ κρατοῦν ὅλα στὸ χέρι ἀπὸ μιὰ σημαιούλα.

 

Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα καμαρώνουν τὶς στολές των.

 

Οἱ γονεῖς των, καθισμένοι στὰ μπροστινὰ καθίσματα, περιμένουν νὰ τὰ ἰδοῦν στὴν παράστασι.

 

Ὁ Διευθυντὴς ἀνεβαίνει στὸ βάθρο καὶ λέγει:

 

«Ἀγαπητά μου παιδιά,

 

»Σήμερα ἔχει μεγάλη ἑορτὴ τὸ Ἔθνος μας. Μιὰ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, γιατὶ σὰν σήμερα ὁ ἄγγελος εἰδοποίησε τὴν Παναγία, ὅτι θὰ γεννήσῃ τὸ Χριστό μας.

 

Καὶ ἄλλη, γιατὶ σὰν σήμερα τὸ 182Ι ἐσηκώθηκαν οἱ σκλαβωμένοι πρόγονοί μας καὶ ἐκτύπησαν τοὺς τυράννους.

 

Δέκα χρόνια ἐπολέμησαν σκληρά, ἔχυσαν τὸ αἶμά των, ἐθυσιάσθηκαν, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ δώσουν στὸ Ἔθνος μας τὴν ἐλευθερία του καὶ νὰ φυλάξουν τὴν πίστι του.

 

Δὲν πρέπει νὰ ξεχάσωμε ποτὲ τὴ θυσία των καὶ δὲν πρέπει νὰ παύσωμε ποτὲ νὰ λατρεύωμε καὶ μεῖς τὴν Ἐλευθερία καὶ γι’ αὐτὴν νὰ θυσιαζώμεθα.

 

Γιατί μόνον ἔτσι ἡ Πατρίδα μας θὰ ζῇ καὶ θὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ παιδιά της.

 

Τώρα λοιπὸν ἄς ἑορτάσωμε τὴ μεγάλη αὐτὴ ἡμέρα, ὅπως ἀξίζει καὶ ἂς φωνάξωμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά:

 

― Ζήτω ἡ Πατρίδα μας!!»

 

― Ζήτω! ἐφώναξαν ὅλοι μὲ μιὰ φωνή.

 

Ἕπειτα τὰ παιδιὰ ἄρχισαν νὰ τραγουδοῦν τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο. Ὅλοι ἐσηκώθηκαν ὄρθιοι, καὶ ἐτραγούδησαν μαζὶ τὸν συγκινητικὸ Ὕμνο τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητοῦ Σολωμοῦ:

 

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι

 

τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,

 

σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,

 

ποὺ μὲ βιὰ μετράει τὴ γῆ.

 

Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη

 

τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερὰ

 

καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,

 

χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

 

Μετὰ τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο ἄρχισαν οἱ ἀπαγγελίες. Τὰ περισσότερα παιδιὰ ἀνέβηκαν ἕνα – ἕνα μὲ τὴ σειρὰ στὸ βάθρο καὶ εἶπαν τὸ ποίημα, ποὺ εἶχαν μάθει. Κάθε φορά, ποὺ ἐτελείωνε τὸ καθένα, οἱ ἄλλοι ἐχειροκροτοῦσαν καὶ ἐφώναζαν: «Εὖγε!, εὖγε!»

 

Τέλος ἔγινε καὶ ἡ παράστασις. Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα μὲ τὶς ὡραῖες στολές των ἔκαμαν σὲ ὅλους εὐχάριστη ἐντύπωσι. Καὶ τί ὡραῖα ποὺ ἔπαιζαν τὸ μέρος των!! Ὅλοι τοὺς ἐχειροκρότησαν στὸ τέλος καὶ οἱ γονεῖς των τ’ ἀγκάλιασαν καὶ τὰ ἐφίλησαν.

 

Ἔπειτα εἶπαν καὶ ἄλλα τραγούδια καὶ στὸ τέλος ἔκλεισαν τὴν ὡραία ἑορτὴ μὲ ἕνα ὡραῖο Ἑλληνικὸ χορὸ.

 

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τὴς Μέλιας»

 

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Γ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Β. ΠΕΤΡΟΥΝΙΑ – Φ. ΚΟΛΟΒΟΥ – Σ. ΣΠΕΡΑΝΤΣΑ – Α. ΜΕΤΑΛΛΙΝΟΥ
1955